almácigo - ορισμός. Τι είναι το almácigo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι almácigo - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA
Almacigo

almácigo         
Sinónimos
sustantivo
vivero: vivero, semillero, invernadero, mástique, resina
almácigo         
I
almácigo1 m. *Almáciga (semillero).
II
almácigo2 (Pistacia lentiscus) m. Arbusto anacardiáceo, de hojas persistentes, coriáceas y lustrosas, cuya madera se emplea en ebanistería y de cuyos frutos se obtiene un aceite que se emplea para determinados usos, así como, de algunas variedades, la almáciga. Lentisco.
almácigo         
sust. masc.
1) Lentisco.
2) Botánica. Arbol de Cuba de la familia de las burseráceas, que llega hasta ocho metros de altura, tiene el tallo cubierto de una telilla fina y transparente que le da un brillo cobrizo; su fruto sirve de alimento a los cerdos; sus hojas, de pasto a las cabras, y su resina se emplea para curar los resfriados, y también como remedio vulnerarío y diaforético.
sust. masc.
Almáciga, semillero.

Βικιπαίδεια

Almácigo

El término almácigo puede aludir a:

  • almácigo o semillero, el sitio en que se siembran semillas para su posterior trasplante.
Τι είναι almácigo - ορισμός